- Θάλλου
- Θάλλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θαλλοῦ — Θαλλός young shoot masc gen sg Θαλλώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοῦ — θαλλός young shoot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλου — θάλλω sprout pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) θάλλω sprout imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… … Dictionary of Greek
πελτιγέρα — η βοτ. μεγάλο γένος φυλλωδών λειχήνων, τυπικός εκπρόσωπος τής τάξης τών λεκαιορωδών, που αναπτύσσεται κυρίως στο έδαφος και χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι κάτω από την επιφάνεια τού θαλλού παρουσιάζει αποχρώσεις σαν φλέβες και από το ότι οι… … Dictionary of Greek
υποθαλλός — ο, Ν (μυκητ.) 1. λεπτό σαν ζελατίνα στρώμα, υπόλειμμα τού πλασμωδίου, από το οποίο εκφύονται τα σποριάγγεια σε ορισμένους μυξομύκητες 2. η πρώτη μάζα μυκηλλιακών υφών που σχηματίζεται κατά την ανάπτυξη τού θαλλού ενός λειχήνα και η οποία συχνά… … Dictionary of Greek
θαλλοειδής — ές αυτός που έχει μορφή θαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + ειδής* (< είδος), πρβλ. ομο ειδής, σκωληκο ειδής] … Dictionary of Greek
θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… … Dictionary of Greek
λιθοθάμνιο — (Lithothamnion). Γένος απολιθωμένων κρυπτογαμικών φυτών της οικογένειας των κοραλλιονιδών, της ομοταξίας των ροδοφυκών. Περιλαμβάνει φύκη των αβαθών θαλασσών, τα οποία εμφανίστηκαν κατά την ιουρασική περίοδο. Το λ. αριθμεί περίπου 120 είδη, τα… … Dictionary of Greek
ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… … Dictionary of Greek